- εἰκάσω
- εἰκάζωrepresent by an imageaor subj act 1st sgεἰκάζωrepresent by an imagefut ind act 1st sgεἰκάζωrepresent by an imageaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοχάζομαι — ΝΜΑ [στόχος] προσπαθώ να εικάσω, φαντάζομαι πώς είναι κάτι ή κάποιος (α. «πως είν τής Αυγούλας ο Ανθός εστοχάσθη», Σολωμ. β. «στοχάσου τώρα τὴν φρικτὴν ἐμὴν ἀνδραγαθίαν», Διγεν. Ακρ. γ. «τῆς τότε διανοίας τοῡ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek